Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Ψυχοθεραπεία για τα παιδιά ή για τους γονείς;


Πολύ συχνά οι γονείς αναρωτιούνται  ποια  διαδικασία ακολουθείται στην περίπτωση που θα απευθυνθούν σε κάποιον   ψυχολόγο λόγω ανησυχίας δικής τους ή  κάποιου έμπιστου προσώπου που παρακολουθεί το παιδί τους –δασκάλα, παιδίατρος, baby-sitter-  για κάποιο στοιχείο στη συμπεριφορά του παιδιού.

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί η διαδικασία που συνηθίζεται,  ας  χρησιμοποιήσουμε  ένα απλό θέμα για το οποίο συχνά οι γονείς απευθύνονται σε κάποιον ειδικό, ένα σύνηθες παράδειγμα παιδικής συμπεριφοράς,  τη «γκρίνια». Το πρώτο πράγμα που ζητάει να μάθει ένας γονιός είναι  «για ποιο λόγο μπορεί ένα παιδί να γκρινιάζει σε βαθμό που να δείχνει κατά στιγμές δυστυχισμένο;»
Στην περίπτωση ας πούμε της γκρίνιας η πρώτη απάντηση θα μπορούσε να ήταν  λόγω μίμησης: το παιδί  είδε  ότι με αυτό το χαρακτηριστικό ο γονιός πρότυπο κάτι κερδίζει – π.χ. προσοχή- και αντίστοιχα επιδιώκει το ίδιο
ή λόγω ανάγκης: αν και κανείς στην οικογένεια δεν παρουσιάζει έντονα το χαρακτηριστικό, το παιδί που τυχαία το παρουσίασε κάποιες φορές και πήρε την ανταπόκριση που είχε ανάγκη – ίσως την προσοχή- έκτοτε  υιοθέτησε  τη γκρίνια ως τρόπο αλληλεπίδρασης με τους «σημαντικούς άλλους».
Και στις δύο περιπτώσεις το παιδί κάτι προσπαθεί να πει στους μεγαλύτερους αλλά δεν ξέρει έναν τρόπο πιο ωφέλιμο για το ίδιο αλλά και για τους άλλους. Ποιο παιδί άλλωστε θα μπορούσε να εκφραστεί ως εξής; «Μαμά έχω κουραστεί που τσακώνεστε με τον μπαμπά λες και δεν υπάρχω  και για αυτό το λόγο θέλω να σου πω ότι νιώθω τόσο πολύ σε δεύτερη μοίρα και κατ΄επέκταση ανασφάλεια που θέλω να σας φωνάξω πως αντί να ασχολείστε ο ένας με τον άλλο έχω ανάγκη να ασχοληθείτε μαζί μου…» Ευτυχώς κανένα. Σε αυτή την περίπτωση θα επρόκειτο για ένα παιδί που δε ζει την ηλικία του –πράγμα απολύτως απαραίτητο- αλλά αντιθέτως έχει μπει σε ρόλο «θεραπευτή» ζεύγους.

 Τα παιδιά λοιπόν εκφράζονται με τρόπους που σε κάποια φάση τα βοηθούν να επιβιώσουν / να αντέξουν ότι τα μπερδεύει και τα αγχώνει μέσα στην οικογένεια κυρίως –όταν είναι μικρά – και στο σχολείο λίγο μεγαλύτερα. Συχνά αυτό το χαρακτηριστικό παγιώνεται, αν δεν αναγνωριστεί έγκαιρα από τους γονείς και στη συνέχεια να δοθεί με κατάλληλο τρόπο χώρος να αντικατασταθεί από ένα πιο λειτουργικό και ωφέλιμο τρόπο έκφρασης καταρχάς για το παιδί. Συχνά λοιπόν σε αυτό το σημείο οι γονείς ανήσυχοι ή και ενοχοποιημένοι απευθύνονται σε κάποιο ψυχολόγο προκειμένου να ανατρέψουν την ταλαιπώρια του παιδιού πρωτίστως και δευτερευόντως τη δική τους.

Συνήθης διαδικασία

Αυτό που συστήνεται είναι ένα ραντεβού καλύτερα και με τους δύο γονείς προκειμένου να σχηματιστεί  εικόνα του ζητήματος  και από τους δύο - δύο οπτικές- στη συνέχεια αν κριθεί απαραίτητο ακολουθεί μια ενδελεχής αξιολόγηση του παιδιού μέσω παιχνιδιών-τεστ προκειμένου να αποσαφηνιστεί το μέγεθος και οι προεκτάσεις του θέματος στο ίδιο και τέλος ακολουθούν συγκεκριμένες προτάσεις- δράσεις για την αντιμετώπιση. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, και δεδομένου ότι το παιδί συνήθως εκφράζει ως σύμπτωμα κάποια δυσλειτουργία της οικογένειας, συστήνεται συμβουλευτική ή ψυχοθεραπεία με τον έναν ή και τους δύο γονείς, κρίνεται κατά περίσταση. Διαδικασία ψυχοθεραπείας  και για το παιδί συστήνεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
·          αν διαγνωστεί κατά την αξιολόγηση κάτι δύσκολα αντιμετωπίσιμο μόνο από τους γονείς- παρά την παράλληλη συμβουλευτική που λαμβάνουν οι ίδιοι
·          αν τυγχάνουν ιδιαίτερες συνθήκες στην οικογένεια π.χ. διαδικασία διαζυγίου, σοβαρή ασθένεια ενός εκ των δύο γονέων, χρόνια ασθένεια στο ίδιο το παιδί, προετοιμασία ανακοίνωσης ενός σημαντικού οικογενειακού μυστικού κλπ

Εν κατακλείδι,  στις περισσότερες περιπτώσεις αυτά που παρουσιάζουν τα παιδιά μας είναι καθρέφτες της δικής μας κατάστασης και έτσι προκειμένου να τα απαλλάξουμε από δυσλειτουργικά μοντέλα συμπεριφοράς καλό θα ήταν πρωτίστως οι ίδιοι να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να έρθουμε σε επαφή με τα δύσκολά κομμάτια μας, αυτά που το παιδί ρουφά σα σφουγγάρι και εκπέμπει με το δικό του παιδικό τρόπο σε σήμα sos.